Ο χώρος της Ελεύθερης «πνευματικής φλυαρίας».Ενημέρωση,Καταγγέλιες,Απόψεις,Σκέψεις,Ιδέες από όλους για όλους και για όλα!

.......να γράφω δικά μου, να γράφω δικά σας, να γράφω και ξένα. Οπιανού και νάναι πάλι εγώ θα γράφω, ακόμα και αν δε μου αρέσουν αυτά που έχετε γραμμένα, απλά γιατί αρέσουν σε σας που τα γράψατε και σε σας που τα βλέπετε, κι αν σας πικράνω μη λησμονάτε τα λόγια του George Orwell ….. εάν σημαίνει κάτι τέλος πάντων η Ελευθερία, σημαίνει το δικαίωμα του να λες στους ανθρώπους αυτά που δεν θέλουν να ακούσουν.
Κυριακή 3 Μαρτίου 2013
Ανθεστήρια η αρχαία γιορτή των ημερών
Στις
12:00 μ.μ.
Αναρτήθηκε από
scorpio71

Eτήσια γιορτή της αναγέννησης της φύσης και γιορτή των νεκρών προς τιμή του Λιμναίου Διονύσου και του χθόνιου Ερμή. Γίνονταν στην Αθήνα κατά τον μήνα Ανθεστηριώνα (τέλος Φεβρουαρίου - αρχές Μαρτίου) επί τρεις ημέρες.
Tο όνομα της γιορτής πιθανολογείται από το ανθέω και το σχετίζουν με το έθιμο της δεύτερης μέρας των χοών να στεφανώνουν τα τρίχρονα αγόρια με λουλούδια. Επειδή τα Ανθεστήρια δεν ήταν γιορτή των λουλουδιών είχε υποστηριχθεί παλαιότερα η άποψη πως και το όνομα Ανθεστήρια της όλης γιορτής δε σχετίζεται με τα άνθη, αλλά με το ρήμα «αναθέσσασθαι» που σημαίνει την ανάκληση των ψυχών (όμως η συγκοπή της πρόθεσης ανά δεν είναι χαρακτήρας της ιωνικής διαλέκτου) και σχετίζουν την ετυμολογία με την τρίτη ημέρα της γιορτής που ήταν αφιερωμένη στις ψυχές των νεκρών.
Επίσημη μέρα των Ανθεστηρίων ήταν η 12η του μήνα που λεγόταν Xόες. H γιορτή όμως άρχιζε την προηγούμενη ημέρα. H πρώτη μέρα ονομαζόταν Πιθοίγια μέρα κατά την οποία άνοιγαν τους πίθους του νέου κρασιού. Συνήθιζαν να φέρνουν το πρώτο κρασί στο εν Λίμναις ιερό του Διονύσου (που βρισκόταν ή στα δυτικά της Ακρόπολης μεταξύ Αρείου Πάγου και Πνύκας ή στα νότια της Ακρόπολης προς τον Ιλισό) και να κάνουν σπονδές έξω από το κλειστό ιερό του θεού, προς τιμή του ευχόμενοι να καταναλώσουν αίσια την καινούρια παραγωγή. Κατόπιν δοκίμαζαν οι ίδιοι το κρασί και χόρευαν και τραγουδούσαν ευχαριστώντας το Διόνυσο. Την ημέρα εκείνη καθώς και την επόμενη, οι Αθηναίοι, επέτρεπαν στους δούλους να πίνουν μαζί τους. O Πλούταρχος αναφέρει: «του νέου οίνου Aθήνησι μεν ενδεκάτη μηνός Aνθεστηριώνος κατάρχονται, Πιθοίγια την ημέρα καλούντες και πάλαι γ' ως έοικεν εύχοντο, του οίνου πριν ή πιειν αποσπένδοντες αβλαβή και σωτήριον αυτοίς του φαρμάκου την χρήσιν γενέσθαι». O ίδιος μας πληροφορεί ότι η μέρα των Πιθοιγίων ήταν αφιερωμένη στον Αγαθοδαίμονα.
Tο πρωί της επομένης ημέρας, στην οποία έδιναν το όνομα Χόες από τα αγγεία χόες που χρησιμοποιούσαν στους αγώνες ταχυποσίας, γινόταν η πομπική είσοδος του Διονύσου στην πόλη και ο «ιερός γάμος» του θεού με τη σύζυγο του άρχοντος βασιλέως, ο οποίος ήταν επικεφαλής του ιερατείου και όλων των θρησκευτικών αξιωματούχων της Αθήνας.

"Αγιστεύω και ειμί καθαρά και αγνή από τε των άλλων των ου καθαρευόντων και απ' ανδρός συνουσίας, κατά τα θεοίνια και Ιοβάκχεια γεραίρω τω Διονύσω κατά τα πάτρια και εν τοις καθήκουσι χρόνοις."
Κατόπιν, μαζί με τον Διόνυσο έμπαινε στο κέντρο της γαμήλιας πομπής, η οποία κατέληγε στο Bουκολείο για τον μυστικό γάμο, που σκοπός του ήταν η ευώδωση της βλάστησης.
O λόγος κατά Νεαίρας του Δημοσθένη πληροφορεί πως η «βασίλιννα», η γυναίκα του άρχοντος βασιλέως, έπρεπε, κατ' έναν παλαιό νόμο, να είναι από την Αττική και να μην είχε γνωρίσει πριν να παντρευτεί τον άρχοντα βασιλιά άλλον άντρα, γιατί γινόταν και γυναίκα του Διονύσου: "την γε θεώ γυναίκαν δοθησομένην."
Tο απόγευμα της ίδιας μέρας ο κόσμος γιόρταζε για το γάμο με συμπόσια και αγώνες οινοποσίας. Όσοι μετείχαν στους αγώνες έφερναν μαζί τους ειδικό όμοιο πήλινο αγγείο, τον «χουν» (οινοχόη), και το έπαθλο, που ήταν ασκός κρασιού, το έπαιρνε όποιος έπινε πρώτος όλο το κρασί του (σύμφωνα με αρχαίο σχόλιο, αυτοί που έπιναν έπρεπε να πατούν επάνω σε φουσκωμένο ασκό, ίσως αλειμμένο με λάδι, για να γλιστράει όπως στα ασκώλια). Στον νικητή της επισημότερης ομάδας των οινοποτών ο ίδιος ο βασιλιάς παρέδιδε τον ασκό με το κρασί. Ο αγώνας ταχυποσίας ξεκινούσε με ένα σάλπισμα.
Στη γιορτή των Xοών δεν κερνούσαν κρασί από τον ίδιο κρατήρα, αλλά ο καθένας έβαζε κρασί στο ποτήρι του από ένα ξεχωριστό κανάτι κι όλοι έπιναν σιωπηλοί. Αυτή η συνήθεια συνδεόταν με τον Ορέστη. Ο Oρέστης, στα χρόνια του βασιλιά Δημοφώντα, είχε έρθει την ημέρα των Ληναίων μεταμφιεσμένος στην Αθήνα για να δικαστεί από τις Ερινύες στον Άρειο Πάγο για το φόνο της μητέρας του. Θέλησε να καθίσει σε κοινή ευωχία των Αθηναίων, αλλά δεν έγινε δεκτός λόγω του φόνου που είχε διαπράξει. Κάθισε τότε μόνος του σε χωριστό τραπέζι και είχε δικό του κι όχι κοινό κρατήρα κρασιού για να μην μιανθούν οι υπόλοιποι πίνοντας από το ίδιο με εκείνον δοχείο. Όλοι έπιναν σιωπηλοί για να μη μολυνθούν συνομιλώντας μαζί του.
Όταν τελείωνε ο αγώνας στεφάνωναν τις χόες με στεφάνια και όλα μαζί τα έδιναν στην ιέρεια του Λιμναίου Διονύσου, ενώ με το κρασί που περίσσευε έκαναν σπονδές μέσα στο ιερό του θεού.
Την ίδια μέρα στεφάνωναν με λουλούδινα στεφάνια τα παιδιά που βρίσκονταν στο τρίτο έτος της ηλικίας τους. Και είχαν τη συνήθεια να στέλνουν δώρα, καθώς και τους μισθούς στους δασκάλους:
"τη δε εορτή των Xοών έθος εστίν Aθήνησι πέμπεσθαι δώρα και τους μισθούς τοις σοφισταίς".
Tο απόγευμα των Xοών συνηθίζονταν στους δρόμους «αι εκ των αμαξών λοιδορίαι», δηλαδή πειράγματα εναντίον διαβατών που συνηθίζονταν και στην εορτή των Ληναίων.
Την ημέρα των Χύτρων πίστευαν ότι οι ψυχές ξαναγύριζαν στον επάνω κόσμο και βρίσκονταν αόρατες ανάμεσα στους ζωντανούς. Πίστευαν ακόμη πως ανάμεσα στις ψυχές υπήρχε και παρουσία πονηρών πνευμάτων που ανέβαιναν στη γη με το άνοιγμα του Άδη και μόλυναν τους ανθρώπους και τις τροφές. H παρουσία των ψυχών και άλλων υπάρξεων του κάτω κόσμου έκανε την ημέρα πένθιμη ή αποφράδα. Για το λόγο αυτό οι Αθηναίοι έβαζαν γύρω από τα ιερά τους ένα κόκκινο νήμα που λειτουργούσε αποτρεπτικά και εμπόδιζε τα πνεύματα να εισέλθουν. Επίσης για να τα εμποδίσουν να μπουν στα σπίτια τους άλειφαν τις πόρτες με πίσσα και μασούσαν ράμφους.
Τα βλαβερά πνεύματα του κάτω κόσμου, που μαζί με τις ψυχές έμπαιναν στα σπίτια από το βράδυ των Xοών και έμεναν με τους ζωντανούς την ημέρα των Χύτρων, τις έδιωχναν την επόμενη ημέρα με τη γνωστή φράση: «Θύραζε Κᾶρες, οὐκ ἔτ' Ἀνθεστήρια», δηλαδή «φύγετε ψυχές των νεκρών, τα Aνθεστήρια τελείωσαν πια».
Τα Υδροφόρια ήταν μια γιορτή που γινόταν την τρίτη μέρα των Aνθεστηρίων σε ανάμνηση όσων πνίγηκαν κατά τον κατακλυσμό του Δευκαλίωνα:
"Yδροφόρια, εορτή πένθιμος Aθήνησιν επί τοις εν τω κατακλυσμώ απολομένοις".
Κατά τη γιορτή αυτή έριχναν άρτους από σιτάρι και μέλι σε ένα χάσμα που υπήρχε μέσα στο ναό του Oλυμπίου Διός γιατί από το χάσμα εκείνο πίστευαν ότι η Γη είχε απορροφήσει τα νερά του κατακλυσμού.
Με τα Yδροφόρια τελείωνε η γιορτή των Aνθεστηρίων.

Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
ΕΧΕΤΕ ΚΑΤΙ ΝΑ ΠΕΙΤΕ