Ότι είμαι αγράμματος και δεν μπορώ να βαστήσω ταχτική σειρά 'σ ταγραφόμενα, και...τότε φωτίζεται και ο αναγνώστης.Μπαίνοντας εις αυτό το έργον καιακολουθώντας ναγράφω...........(Μακρυγιάννης)

.......να γράφω δικά μου, να γράφω δικά σας, να γράφω και ξένα. Οπιανού και νάναι πάλι εγώ θα γράφω, ακόμα και αν δε μου αρέσουν αυτά που έχετε γραμμένα, απλά γιατί αρέσουν σε σας που τα γράψατε και σε σας που τα βλέπετε, κι αν σας πικράνω μη λησμονάτε τα λόγια του George Orwell ….. εάν σημαίνει κάτι τέλος πάντων η Ελευθερία, σημαίνει το δικαίωμα του να λες στους ανθρώπους αυτά που δεν θέλουν να ακούσουν.

Δευτέρα 22 Δεκεμβρίου 2014

Χριστούγεννα στην Ελληνική Λογοτεχνία..!!


Τ ο ταξίδι συνεχίζεται..................                
Σήμερα στην παρέα μας έρχεται ο άλλος Αλέξανδρος. Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης. Το Χριστουγεννιάτικο διήγημα που ακολουθεί δημοσιεύτηκε στις 24 Δεκεμβρίου 1906 στην εφημερίδα Εστία.

«Άνθος του Γιαλού»

    Eπ πολλς νύκτας κατά συνέχειαν έβλεπεν ο Μάνος του Κορωνιού, εκεί όπου έδενε την βάρκαν του κάθε βράδυ, κοντά στα Κοτρώνια του ανατολικού γιαλού, ανάμεσα εις δυο υψηλούς βράχους και κάτω από ένα παλαιόν ερημόσπιτον κατηρειπωμένον, - εκε έστρωνε συνήθως την κάπαν επάνω στην πλώρην της βάρκας, κι᾿ εκοιμάτο χορευτν κα νανουρισμένον ύπνον, τρεις σπιθαμές υψηλότερ᾿ από το κύμα, θεωρών τα άστρα, και μελετών την Πούλιαν κα όλα τα μυστήρια του ουρανού - έβλεπε, λέγω, ανοικτ εις το πέλαγος, έξω από τα δυο ανθισμένα νησάκια, τα φυλάττοντα ως σκοποί το στόμιον του λιμένος, εν μελαγχολικν φς - κανδήλι, φανόν, λαμπάδα, ή άστρον πεσμένον - να τρεμοφέγγ, εκεί μακράν, εις το βάθος της μελανωμένης εικόνος, επιπολής εις το κύμα, και να στέκη επί ώρας, φαινόμενον ως να έπλεε, και μένον ακίνητον.
    Ο Μάνος του Κορωνιο
, λεμβούχος ψαράς, ήτον αδύνατος στα μυαλ όπως και πας θνητός. Αρκετν ήτο ήδη οπού έδενε την βάρκαν του κάθε βράδυ εκεί, δίπλα εις τους δυο μαυρισμένους βράχους, κάτω από το ερημόσπιτον εκείνο, τ᾿ ολόρθον άψυχον φάντασμα, το οποίον είχε την φήμην, ότι ήτο στοιχειωμένον. Εκαλετο κοινώς «της Λουλούδως τ Καλύβι». 

Διατί; 
Κανες δεν ήξευρεν. Ή, αν υπήρχον ολίγα γραίδια «λαδικά», ή και δυο τρεις γέροι, γνωρίζοντες τας παλαιάς ιστορίας του τόπου, ο Μάνος δεν έτυχεν ευκαιρίας να τους ερωτήση.
    Έβλεπε, βραδιές τώρα, το παράδοξον εκε
νο μεμακρυσμένον φως να τρέμη και να φέγγη εκεί εις το πέλαγος, ενώ ήξευρεν, ότι δεν ήτο εκεί κανες φάρος. Η Κυβέρνησις δεν είχε φροντίσει δι᾿ αυτ τα πράγματα εις τα μικρά μέρη, τα μη έχοντα ισχυρούς βουλευτάς.
    Τι, λοιπόν, ήτο το φως εκείνο; Ησθάνετο επιθυμίαν, επειδ
σχεδν καθημερινώς επέρνα με την βάρκα του από εκείνο το πέραμα, ανάμεσα εις τα δυο χλοερ νησάκια, και δεν έβλεπε καννα ίχνος εκεί την ημέραν, το οποίον να εξηγή την παρουσίαν του φωτς την νύκτα, να πλεύση τα μεσάνυχτα, διακόπτων τον μακάριον ύπνον του, και τους ρεμβασμούς του προς τ᾿ άστρα και την Πούλιαν, να φθάση έως εκε, να ιδή τι είναι, και, εν ανάγκ, να το κυνηγήση το μυστηριώδες εκείνο φέγγος. Όθεν ο Μάνος, επειδή ήτο ασθενής άνθρωπος, καθς είπομεν, νέος εκοσαετής, εκάλεσεν επίκουρον και τον Γιαλήν τς Φαφάνας, δέκα έτη μεγαλύτερον του, αφού του διηγήθη τ νυκτερινν όραμά του, δια να του κάμη συντροφιν εις την ασυνήθη εκδρομήν.

    Eπήγαν μίαν νύκτα, όταν η σελήνη ήτο εννέα ημερών, κι
᾿ έμελλε να δύση περί την μίαν μετά τα μεσάνυχτα. Το φως εφαίνετο εκεί, ακίνητον ως καρφωμένον, ενώ ο πύρινος κολοβς δίσκος κατέβαινεν ήρεμα προς δυσμάς κι᾿ έμελλε να κρυφθή οπίσω του βουνού. ΄Οσον έπλεαν αυτοί με την βάρκαν, τόσον τούς έφευγε, χωρίς να κινήται οφθαλμοφανώς, ο μυστηριώδης πυρσός. Έβαλαν δύναμιν εις τα κουπιά, «εξεπλατίσθηκαν». Το φως εμακρύνετο, εφαίνετο απώτερον ολονέν. Ήτο άφθαστον. Τέλος έγινεν άφαντον από τους οφθαλμούς των.
    Ο Μάνος, μαζί με τον Φαφάναν, έκαμαν πολλο
ς σταυρούς. Αντήλλαξαν ολίγας λέξεις:
    - Δεν είναι φανάρι, δεν είναι καίκι, όχι.
    - Και τι είναι;
    - Είναι...
    Ο Γιαλής της Φαφάνας δεν ήξευρε τι να είπ
.
    Την νύκτα της τρίτης ημέρας, και πάλιν δυο ή τρεις ημέρας μετ
᾿ αυτήν, οι δυο ναυτίλοι επεχείρησαν εκ νέου την εκδρομήν. Πάντοτε έβλεπαν την μυστηριώδη λάμψιν να χορεύη εις τα κύματα. Είτα, όσον επλησίαζαν αυτοί, τόσον το όραμα έφευγε. Και τέλος εγίνετο άφαντον. 

Τι άρα ήτο;
    Εiς μόνον γείτων είχε παρατηρήσει τας επανειλημμένας νυκτερινς εκδρομς των δυο φίλων με την βάρκαν. Ο Λίμπος ο Κόκοϊας, άνθρωπος πενηντάρης, είχε διαβάσει πολλά παλαιά βιβλία με τα ολίγα κολλυβογράμματα που ήξευρε, και είχεν ομιλήσει με πολλάς γραίας σοφάς, αίτινες υπρξαν το πάλαι. Εκάθητο όλην την νύκτα, αγρυπνών, σιμ εις το παράθυρόν του, βλέπων προς την θάλασσαν, και πότε εδιάβαζε τα βιβλία του, πότε ερρέμβαζε προς τα άστρα και προς τα κύματα. Η καλύβη του, όπου έρημος και μόνος εκατοικούσεν, έκειτο ολίγους βράχους παραπέρα απ το σπίτι της Λουλούδως, όπου έδενε την βάρκαν του ο Μάνος, ανάμεσα εις το σπίτι της Βάσως του Ραγιά και της Γκαβαλογίνας.
    Μίαν νύκτα, ο Κορωνι
ς και ο εγγονς της Φαφάνας ητοιμάζοντο να λύσουν την βάρκαν, και να κωπηλατήσουν, τετάρτην φοράν, δια να κυνηγήσουν το ασύλληπτον θήραμά των.
    Ο Λίμπος ο Κόκοϊας τους είδεν, εξήλθεν απ
την καλύβην του, φορών άσπρον σκούφον και ράσον μακρύ, όπως εσυνήθιζε κατ᾿ οίκον, επήδησε δυο τρεις βράχους προς τα εκεί, κι᾿ έφθασε παραπάνω απ το μέρος, όπου ευρίσκοντο οι δυο φίλοι.


    - Για που, αν θέλη ο Θεός, παιδιά; τους εφώναξεν. Είναι βραδις τώρα που τρέχετε έξω απ το λιμάνι, χωρς να γιαλεύετε, χωρς να πυροφανίζετε - κα τ ψάρια σας δεν τα είδαμε. Μήπως σας ωνείρεψε κα σκάφτετε πουθενά, για να βρήτε τίποτα θησαυρό;
    Ο Μάνος παρεκάλεσε τον Κόκοϊαν να κατεβή παρακάτω και να ομιλή σιγανώτερα. Είτα δεν εδίστασε να του διηγηθη το όραμά του.
    Ο Λίμπος ήκουσε μετά προσοχ
ς. Είτα εγέλασε:
    - Αμ
᾿ που να τα ξέρετε αυτ εσες, οι νέοι, είπε, σείων σφοδρώς την κεφαλήν. Τον παλαιν καιρν τέτοια πράματα, σαν αυτ που είδες, Μάνο, τα έβλεπαν όσοι ήταν καθαροί, τώρα τα βλέπουν μόνο οι ελαφροΐσκιωτοι. Εγ δε βλέπω τίποτα!.. Το ίδιο κι ο Γιαλς βλέπει αυτ που λες πως βλέπεις;


    Ο Γιαλς ηναγκάσθη με συστολν κατωτέραν της ηλικίας του να ομολογήση, ότι δεν έβλεπε το φως, περ ου ο λόγος, αλλ᾿ επείθετο εις την διαβεβαίωσιν του Μάνου, όστις έλεγεν ότι το βλέπει.
    Ο Κόκοϊας, ήρχισε τότε να διηγήται:
     - Ακο
στε να σας πω, παιδιά. Εγ που με βλέπετε, έφθασα τη γριά-Κοεράνω του Ραγιά, τν μαννο αυτής τής Βάσως τής γειτόνισσας, καθς κα τ μάννα της Γκαβαλογίνας, ακόμα κι άλλες γριές. Μου είχαν διηγηθή πολλ πρωτινά, παλαιϊκ πράματα, καθς κι αυτ που θα σας πω τώρα:
     «Βλέπετε αυτ
το χάλασμα, τ Καλύβι τς Λουλούδως, που λένε πως είναι στοιχειωμένο; Εδ τον παλαιν καιρ εκατοικούσε μι κόρη, η Λουλούδω, οπού την είχαν ονοματίσει για την εμορφιά της, - έλαμπε ο ήλιος, έλαμπε κι αυτ - μαζ με τον πατέρα της τον γερό-Θερι (ελληνικ τν λεγαν Θηρέα), όπου εκυνηγούσε όλους τους Δράκους και τα Στοιχειά, με την ασημένια σαγίτα κα με φαρμακωμένα βέλη.Ένα Βασιλόπουλο απ τα ξένα την αγάπησε την όμορφη Λουλούδω. Της έδωκε το δαχτυλίδι του, κ᾿ εκίνησε να πάη στο σεφέρι και της έταξε με όρκον ότι, άμα νικήση τους βαρβάρους, την ημέρα που θα γεννηθή ο Χριστός, θα έρθη να την στεφανωθή.
     

      Επγε το Βασιλόπουλο. Έμεινεν η Λουλούδω, ρίχνοντας τα δάκρυά της στο κύμα, στον αέρα στέλνοντας τους αναστεναγμούς της, και την προσευχ στα ουράνια, να βγή νικητς το Βασιλόπουλο, να έρθη η μέρα που θα γεννηθή ο Χριστός, να γυρίση ο σαστικός της, ν τν στεφανωθ.
     Έφθασε η μέρα που ο Χριστ
ς γεννται. Η Παναγία με αστραφτερ πρόσωπο, χωρς πόνο, χωρς βοήθεια, γέννησε το Βρέφος μες στη Σπηλιά, το εσήκωσε, το εσπαργάνωσε με χαρά, και το βαλε στο παχνί, για να το κοιμίση. Ένα βοϊδάκι κ᾿ ένα γαϊδουράκι εσίμωσαν τα χνώτα τους στο παχν κ᾿ εφυσούσαν μαλακ να ζεστάνουν το θεο Βρέφος. Να, τώρα θα ρθη το Βασιλόπουλο, να πάρη τν Λουλούδω!
     Ήρθαν οι βοσκοί, δυο γέροι με μακρι
ασπρα μαλλιά, με τις μαγκούρες τους, ένα βοσκόπουλο με τη φλογέρα του, θαμπωμένοι, ξαφνιασμένοι, κ᾿ έπεσαν κ᾿ επροσκύνησαν το θεο Βρέφος. Είχαν ιδεί τον Άγγελον αστραπόμορφον, με χρυσογάλανα λευκ φτερά, είχαν ακούσει τ᾿ αγγελούδια που έψαλλαν: Δόξα εν υφίστοις Θεώ! Έμειναν γονατιστοί, μ᾿ εκστατικ μάτια, κάτω απ το παχνί, πολλν ώρα, κ᾿ ελάτρευαν αχόρταγα το θάμα το ουράνιο. Να! τώρα θα ρθη το Βασιλόπουλο, να πάρη την Λουλούδω!
      Έφτασαν κι
᾿ οι τρεις Μάγοι, καβάλα στις καμήλες τους. Είχαν χρυσς μίτρες στο κεφάλι, κι᾿ εφορούσαν μακρις γούνες με πορφύρα κατακόκκινη. Και τ᾿ αστεράκι, ένα λαμπρ χρυσ αστέρι, εχαμήλωσε κι᾿ εκάθισε στη σκεπ της Σπηλιάς, κι έλαμπε με γλυκ ουράνιο φως, που παραμέριζε της νύχτας το σκοτάδι. Οι τρεις βασιλικο γέροι ξεπέζεψαν απ᾿ τις καμήλες τους, εμπήκαν στο Σπήλαιο, κι᾿ έπεσαν κι᾿ επροσκύνησαν το Παιδί. Άνοιξαν τα πλούσια τα δισάκια τους, κι᾿ επρόσφεραν δρα: χρυσν κα λίβανον κα σμύρναν. Να! τώρα θα ρθη το Βασιλόπουλο, να πάρη τν Λουλούδω!
      

       Πέρασαν τα Χριστούγεννα, τελειώθηκε το μυστήριο, έγινε η σωτηρία, και το Βασιλόπουλο δεν ήρθε να πάρη την Λουλούδω! Οι βάρβαροι είχαν πάρει σκλάβο το Βασιλόπουλο. Το φουσάτο του είχε νικήσει στην αρχή, τα φλάμπουρά του είχαν κυριέψει με αλαλαγμ τα κάστρα των βαρβάρων. Το Βασιλόπουλο είχε χυμήξει με ακράτητην ορμή, απάνω στο μούστωμα και στη μέθη της νίκης. Οι βάρβαροι με δόλο τον είχαν αιχμαλωτίσει!
       Τα δάκρυα της κόρης επίκραναν το κύμα τ᾿ αρμυρό, οι αναστεναγμοί της εδιαλύθηκαν στον αέρα, κι᾿ η προσευχή της έπεσε πίσω στη γ, χωρς να φθάση στο θρόνο του Μεγαλοδύναμου. Ένα λουλουδάκι αόρατο, μοσχομυρισμένο, φύτρωσε ανάμεσα στους δυ αυτος βράχους, οπού το λεν Ανθς του Γιαλού, αλλ μάτι δεν το βλέπει. Και το Βασιλόπουλο, που είχε πέσει στα χέρια των βαρβάρων, επαρακάλεσε να γίν Σπίθα, φωτι του πελάγους, για να φτάση εγκαίρως, ως την ημέρα που γεννάται ο Χριστός, να φυλάξη τον όρκο του, που είχε δώσει στη Λουλούδω.
     

         Μερικο λένε, πως το Άνθος του Γιαλο έγινε ανθός, αφρς το κύματος. Κι᾿ η Σπίθα εκείνη, η φωτι του πελάγου που είδες, Μάνο, είναι η ψυχ του Βασιλόπουλου, που έλιωνε, σβήσθηκε στα σίδερα της σκλαβιάς, και κανες δεν την βλέπει πια, παρά μόνον όσοι ήταν καθαροί τον παλαιόν καιρόν, και οι ελαφροΐσκιωτοι στα χρόνια μας».



Share
Blog Widget by LinkWithin

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΕΧΕΤΕ ΚΑΤΙ ΝΑ ΠΕΙΤΕ