Ο χώρος της Ελεύθερης «πνευματικής φλυαρίας».Ενημέρωση,Καταγγέλιες,Απόψεις,Σκέψεις,Ιδέες από όλους για όλους και για όλα!

.......να γράφω δικά μου, να γράφω δικά σας, να γράφω και ξένα. Οπιανού και νάναι πάλι εγώ θα γράφω, ακόμα και αν δε μου αρέσουν αυτά που έχετε γραμμένα, απλά γιατί αρέσουν σε σας που τα γράψατε και σε σας που τα βλέπετε, κι αν σας πικράνω μη λησμονάτε τα λόγια του George Orwell ….. εάν σημαίνει κάτι τέλος πάντων η Ελευθερία, σημαίνει το δικαίωμα του να λες στους ανθρώπους αυτά που δεν θέλουν να ακούσουν.
Σάββατο 18 Φεβρουαρίου 2012
Οι αποκρίες στην Αρκαδία
Με μασκαράτες, χορούς γλέντια, σάτιρα και διάφορα ιδιαίτερα, έθιμα σε κάθε μέρος γιορτάζονται οι αποκριές, εκδηλώσεις που έχουν τη ρίζα τους στις «Διονυσιακές γιορτές» των αρχαίων Ελλήνων, οπότε οι άνθρωποι μεταμφιέζονταν, χόρευαν, τραγουδούσαν πίνοντας κρασί και το κέφι κορυφωνόταν προς τιμή του Διόνυσου και στις μετέπειτα γιορτές της ρωμαϊκής εποχής, τις αφιερωμένες στην έκπτωση του θεού Κρόνου (Saturn) από τον Ήλιο Δία… τα Κρόνια «Λουπερκάλια» και «Σατουρνάλια».
Ακολουθώντας την παράδοση, τα αρκαδικά χωριά γιορτάζουν κάθε χρόνο την αποκριάτικη περίοδο με μασκαρέματα, οργανωμένα ή αυθόρμητα, παρελάσεις καρναβαλιστών, τραγούδια χορούς κυρίως όμως πολύ κέφι. Αρκετοί είναι και στο νομό μας, οι δήμοι και πολιτιστικοί σύλλογοι που επιχειρούν την αναβίωση ξεχασμένων εθίμων, κάποιοι υπερβάλλουν ανακαλύπτοντας «έθιμα», σε όλους ωστόσο αναγνωρίζεται η καλή πρόθεση να ζωντανέψουν τα μέρη μας, να γεμίζουν χαρούμενες φωνές και γελαστά πρόσωπα.
Στην Αρκαδία, οι αποκριές –την έναρξη τους διαλαλούσε στους δρόμους ντελάλης- συνοδεύονται από τα χοιροσφάγια. Η εξέταση των σπλάχνων του χοίρου, «μιλούσε» για τα μελλούμενα στο σπιτικό. Καταγράφεται και το έθιμο της ονειρομαντείας με τα μακαρόνια που έπαιρναν τα κορίτσια από το βραδινό φαγητό της τελευταίας Κυριακής και βάζοντας τα στο μαξιλάρι τους φιλοδοξούσαν να ανακαλύψουν τον μέλλοντα σύζυγο.
Το γιορταστικό τραπέζι της τελευταίας αποκριάτικης Κυριακής της Τυρινής, στηνόταν στο σπίτι του πιο ηλικιωμένου μέλους της οικογένειας, με μακαρόνια, αυγά, τυρόπιτες, γαλατόπιτες και ένα είδος σούπας το τυροζούμι.
Aφού καθήσουν στο τραπέζι και κάνουν προσευχή, το...σηκώνουν όλοι μαζί με τα δάχτυλα πάνω-κάτω τρείς φορές και λένε "αγιοζούμι, τυροζούμι -όποιος πιεί και δε γελάσει- ψύλλος δε θα τον δαγκάσει". Και πίνουν χωρίς να γελούν. Ύστερα όμως τρώνε γελώντας με την ψυχή τους... Όταν τελειώσουν το φαγητό, σηκώνουν πάλι το τραπέζι με τα δάχτυλα και ο γεροντότερος ρωτά:
-"Φάγατε?"
-"Φάγαμε!"
-"Ήπιατε?"
-"Ήπιαμε!"
-"Χορτάσατε?
"-"Χορτάσαμε!"
-"Πάντα χαρούμενοι νά'στε..."
Στο χωριό Σέρβου, κάθε βράδυ στηνόταν γλέντι σε ένα σπίτι. Οι γεροντότεροι κάθονταν στο παραγώνι, γύρω από τη φωτιά και κουβέντιαζαν πίνοντας κρασί, ενώ τα παιδιά και οι νέοι τραγουδούσαν και χόρευαν συνεχώς. Οι μασκαράδες ή «μπούλες» αυτοσχεδίαζαν προκειμένου να μεταμφιεστούν, χρησιμοποιώντας παλιά ρούχα και μουτζουρώνοντας το πρόσωπο ή καλύπτοντας το με μια τσεμπέρα. Οι φιγούρες που προτιμούσαν ήταν διάφορες, κλασικές όμως ήταν η αρκούδα και ο αρκουδιάρης, ο γέρος και η γριά, η νύφη και ο γαμπρός. Οι μασκαράδες επισκεπτόταν απρόσκλητοι τα σπίτια, γινόταν πάντα όμως δεκτοί με κέφι και κεράσματα. Οι οικοδεσπότες προσπαθούσαν να αναγνωρίσουν τους μασκαρεμένους επισκέπτες και αυτοί από την πλευρά τους να μην προδωθούν… Την τελευταία Κυριακή οι νοικοκυρές έπλαθαν μακαρόνια. Το δείπνο συμπληρωνόταν με αυγά που τα έψηναν στη φωτιά, βάζοντας τα όρθια στη ζεστή στάχτη κοντά στη θράκα, στη σειρά, ένα για τον καθένα και κατά σειρά ηλικίας. Τεμπέλης χαρακτηριζόταν αυτός του οποίου το αυγό ίδρωνε. Και όποιου το αυγό έσκαγε, σήμαινε ότι «σκάγαν οι εχθροί του».

Περιμένοντας την σαρακοστή, οι γιαγιάδες έφτιαχναν την «Κυρά Σαρακοστή». Ζωγραφισμένη σε χαρτί, με τα βλέφαρα χαμηλωμένα, το στόμα υπομονετικά κλειστό και τα χέρια σταυρωμένα σε στάση προσευχής, είχε επτά πόδια –ένα για την κάθε βδομάδα της σαρακοστής. Κάθε Σάββατο έφευγε ένα πόδι, με το τελευταίο να αντιστοιχεί στη Μεγάλη Εβδομάδα. Αυτό το τύλιγαν σε μικρό μπαλάκι, το έβαζαν στο ψωμί της Ανάστασης και φυσικά ο τυχερός ήταν αυτός που το έβρισκε στο δικό του κομμάτι στο πασχαλινό τραπέζι.
Ακολουθώντας την παράδοση, τα αρκαδικά χωριά γιορτάζουν κάθε χρόνο την αποκριάτικη περίοδο με μασκαρέματα, οργανωμένα ή αυθόρμητα, παρελάσεις καρναβαλιστών, τραγούδια χορούς κυρίως όμως πολύ κέφι. Αρκετοί είναι και στο νομό μας, οι δήμοι και πολιτιστικοί σύλλογοι που επιχειρούν την αναβίωση ξεχασμένων εθίμων, κάποιοι υπερβάλλουν ανακαλύπτοντας «έθιμα», σε όλους ωστόσο αναγνωρίζεται η καλή πρόθεση να ζωντανέψουν τα μέρη μας, να γεμίζουν χαρούμενες φωνές και γελαστά πρόσωπα.

Το γιορταστικό τραπέζι της τελευταίας αποκριάτικης Κυριακής της Τυρινής, στηνόταν στο σπίτι του πιο ηλικιωμένου μέλους της οικογένειας, με μακαρόνια, αυγά, τυρόπιτες, γαλατόπιτες και ένα είδος σούπας το τυροζούμι.
Aφού καθήσουν στο τραπέζι και κάνουν προσευχή, το...σηκώνουν όλοι μαζί με τα δάχτυλα πάνω-κάτω τρείς φορές και λένε "αγιοζούμι, τυροζούμι -όποιος πιεί και δε γελάσει- ψύλλος δε θα τον δαγκάσει". Και πίνουν χωρίς να γελούν. Ύστερα όμως τρώνε γελώντας με την ψυχή τους... Όταν τελειώσουν το φαγητό, σηκώνουν πάλι το τραπέζι με τα δάχτυλα και ο γεροντότερος ρωτά:
-"Φάγατε?"
-"Φάγαμε!"
-"Ήπιατε?"
-"Ήπιαμε!"
-"Χορτάσατε?
"-"Χορτάσαμε!"
-"Πάντα χαρούμενοι νά'στε..."
Στο χωριό Σέρβου, κάθε βράδυ στηνόταν γλέντι σε ένα σπίτι. Οι γεροντότεροι κάθονταν στο παραγώνι, γύρω από τη φωτιά και κουβέντιαζαν πίνοντας κρασί, ενώ τα παιδιά και οι νέοι τραγουδούσαν και χόρευαν συνεχώς. Οι μασκαράδες ή «μπούλες» αυτοσχεδίαζαν προκειμένου να μεταμφιεστούν, χρησιμοποιώντας παλιά ρούχα και μουτζουρώνοντας το πρόσωπο ή καλύπτοντας το με μια τσεμπέρα. Οι φιγούρες που προτιμούσαν ήταν διάφορες, κλασικές όμως ήταν η αρκούδα και ο αρκουδιάρης, ο γέρος και η γριά, η νύφη και ο γαμπρός. Οι μασκαράδες επισκεπτόταν απρόσκλητοι τα σπίτια, γινόταν πάντα όμως δεκτοί με κέφι και κεράσματα. Οι οικοδεσπότες προσπαθούσαν να αναγνωρίσουν τους μασκαρεμένους επισκέπτες και αυτοί από την πλευρά τους να μην προδωθούν… Την τελευταία Κυριακή οι νοικοκυρές έπλαθαν μακαρόνια. Το δείπνο συμπληρωνόταν με αυγά που τα έψηναν στη φωτιά, βάζοντας τα όρθια στη ζεστή στάχτη κοντά στη θράκα, στη σειρά, ένα για τον καθένα και κατά σειρά ηλικίας. Τεμπέλης χαρακτηριζόταν αυτός του οποίου το αυγό ίδρωνε. Και όποιου το αυγό έσκαγε, σήμαινε ότι «σκάγαν οι εχθροί του».

Περιμένοντας την σαρακοστή, οι γιαγιάδες έφτιαχναν την «Κυρά Σαρακοστή». Ζωγραφισμένη σε χαρτί, με τα βλέφαρα χαμηλωμένα, το στόμα υπομονετικά κλειστό και τα χέρια σταυρωμένα σε στάση προσευχής, είχε επτά πόδια –ένα για την κάθε βδομάδα της σαρακοστής. Κάθε Σάββατο έφευγε ένα πόδι, με το τελευταίο να αντιστοιχεί στη Μεγάλη Εβδομάδα. Αυτό το τύλιγαν σε μικρό μπαλάκι, το έβαζαν στο ψωμί της Ανάστασης και φυσικά ο τυχερός ήταν αυτός που το έβρισκε στο δικό του κομμάτι στο πασχαλινό τραπέζι.

Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
ΕΧΕΤΕ ΚΑΤΙ ΝΑ ΠΕΙΤΕ