Ο χώρος της Ελεύθερης «πνευματικής φλυαρίας».Ενημέρωση,Καταγγέλιες,Απόψεις,Σκέψεις,Ιδέες από όλους για όλους και για όλα!
Ότι είμαι αγράμματος και δεν μπορώ να βαστήσω ταχτική σειρά 'σ ταγραφόμενα, και...τότε φωτίζεται και ο αναγνώστης.Μπαίνοντας εις αυτό το έργον καιακολουθώντας ναγράφω...........(Μακρυγιάννης).......να γράφω δικά μου, να γράφω δικά σας, να γράφω και ξένα. Οπιανού και νάναι πάλι εγώ θα γράφω, ακόμα και αν δε μου αρέσουν αυτά που έχετε γραμμένα, απλά γιατί αρέσουν σε σας που τα γράψατε και σε σας που τα βλέπετε, κι αν σας πικράνω μη λησμονάτε τα λόγια του George Orwell ….. εάν σημαίνει κάτι τέλος πάντων η Ελευθερία, σημαίνει το δικαίωμα του να λες στους ανθρώπους αυτά που δεν θέλουν να ακούσουν.
Πέμπτη 3 Νοεμβρίου 2011
''Στοχεύοντας...το θάνατο'' με την πένα του Βασίλη
'' Στοχεύοντας το θάνατο " Λογοτεχνικό έργο
Βασίλης Πέρρος
Πηγή angel north
Ήτανε πολύς ο δρόμος μέχρι εκεί. Μου φάνηκε ατελείωτος. Σαν τότε που
γεννήθηκα κι ώσπου να βγω στον κόσμο, ν΄ αγγίξει το κορμί μου τον
αγέρα, σα να πέρασε αιώνας ολόκληρος. Με πιάνανε θυμάμαι, με σηκώναν, με
κοιτούσαν τόσοι νοματέοι άγνωστοι… Ήμουνα απ΄ τις λίγες διαλεχτές ίσως
που πήρανε στα χέρια τους και μέτρησαν ύψος, βάρος κι έγραψαν τα
στοιχεία μου όλα σε χαρτί, για να τα στείλουν λέει στο γραφείο που ΄χε
να κάνει με τα στατιστικά της γενιάς μου. Ακόμα και το χρώμα μου τους
ένοιαζε, που ΄μοιαζε με χρυσαφί τις πρώτες μέρες. Τώρα έχω αλλάξει πια.
Όχι πολύ, μη νομίζεις... Η ίδια παραμένω, αλλά μου ΄φυγε σιγά σιγά η
γυαλάδα εκείνη της πρώτης στιγμής.
Κι ύστερα άργησα
καμπόσο, ώσπου να βρω την υπόλοιπη γενιά, τους δικούς μου, την
οικογένεια μου. Μέχρι να μπω κι εγώ στο περιβάλλον μου… Μέχρι τη
στιγμή που μ΄ ένα αμάξι άγνωστο με πήρανε κι εμένα, απ΄ τον ψυχρό εκείνο
χώρο της γέννησης, της δημιουργίας. Και να ΄μαι τώρα εδώ, μετά από τόσα
που πέρασα, να βρίσκομαι ξανά πάλι μόνη και ν΄ ατενίζω το άγνωστο, το
αβέβαιο. Τόσοι με είδανε μέχρι τα σήμερα. Τόσοι μ΄ αγγίξανε, μ΄ έπιασαν.
Άλλοι τόσοι με πήρανε στα χέρια τους τα ιδρωμένα, τα βρώμικα κι έπαιξαν
μαζί μου, λες κι ήμουν χάντρα απ΄ το κομπολόι τους. Λίγες ήτανε οι
φορές που ησύχασα, που ηρέμησα. Μέρα και νύχτα στ΄ αντρικά χέρια τ΄
αδέξια βολόδερνα. Ένοιωθα τα δάχτυλα γύρω μου και πάγωνα απ΄ την αγωνία
και το φόβο. «Λες να΄ ναι η τελευταία μου φορά;» πάντα σκεφτόμουν κι
ίδρωνα απ΄ την ένταση και την αβεβαιότητα του παρακάτω.
Κι οι άλλες που ΄ταν δίπλα μου, που ΄μεναν μαζί μου, έφευγαν σιγά σιγά.
Μία μία τις παίρνανε κι έφευγαν. Δεν ξαναγύριζαν ποτέ. Κι εμείς οι
υπόλοιπες, νοιώθαμε λες προσμονή και ζήλια που δεν προφτάσαμε. Που δεν
ήρθε ακόμα η δική μας η φυγή, ν΄ αφήσουμε κι εμείς τη φυλακή μας. Να
ξεφύγουμε απ΄ τους τέσσερις τοίχους, που τόσο καιρό μας πνίγανε. Κάθε
φορά που κάποιος έμπαινε στο δωμάτιο, η ψυχή μου σκιρτούσε, σάστιζε. Από
τη μια φοβόμουνα κι εγώ την τύχη του άγνωστου κι αγωνιούσα να κρυφτώ,
μην τύχει και φανώ ετούτη τη φορά χρήσιμη στα βάρβαρα όνειρά του, αλλά
απ΄ την άλλη προσμονούσα πάντοτε λες, το καινούριο, το άγνωστο, το
μακρινό. Μ΄ έτρωγε κι αυτή η περιέργεια η καταραμένη, να δω πού πήγαιναν
όλες οι υπόλοιπες. Αυτές που μαζί γεννηθήκαμε σχεδόν, την ίδια χρονιά,
την ίδια στιγμή ίσως. Να δω από μόνη μου αυτό το άγνωστο πώς είναι. Πάλι
όμως σούρωνα στη θέση μου, μαζευόμουνα κι ανησυχούσα, γιατί δεν ήξερα
καμιά τους να ΄χει ως τώρα γυρίσει πίσω. Καμιά! Όλες φύγανε έτσι
ξαφνικά. Τους πήρανε στο άγνωστο. Κι έμεινε η θέση τους κενή για λίγο,
ώσπου να ΄ρθουν άλλες πάλι καινούριες σαν κι εμάς τις άμοιρες. Τώρα που
θυμάμαι…κάποιες ξαναγύρισαν. Την ίδια μέρα. Κι έμειναν κλεισμένες στον
εαυτό τους, βουβές, κουβαλώντας τις εμπειρίες, τις εικόνες που τους
σημάδεψαν. Τυχερές όμως…ξανάρθανε… Πίσω στη θέση τους, στο δωμάτιο, στη
φυλακή τους…
Πού να το ΄ξερα η δόλια πως θα ΄ρχοταν κι η δική μου η ώρα η
άσχημη. Πως θα ΄φτανε η στιγμή η κρίσιμη, που θα ΄μπαιναν εκείνοι οι
τρεις μαντράχαλοι με τα ίδια ρούχα, την ίδια γνώριμη όψη και τη μυρωδιά
της κλεισούρας και της υγρασίας. Διέκοψαν βάρβαρα τη γαλήνη της σιωπής
μου. Τάραξαν το θάνατο τον αργό της βουβής μου ύπαρξης. Μ΄ αναστάτωσαν…
Μπήκε πρώτα ο ένας μέσα, ο ψηλός και διέταξε τους άλλους δυο, που ΄χανε
μείνει σκεφτικοί και βαριεστημένοι στην πόρτα, να προχωρήσουν, να
πλησιάσουνε. Μ΄ άλλες μαζί, που ΄χανε την ίδια μοίρα, μ΄ έδειξε κι
εμένα. Και με πήρανε μαζί τους. Με τράβηξαν απότομα, χωρίς αισθήματα,
δίχως να μου πουν γιατί.
Ταξιδεύαμε για ώρες πολλές στο άγνωστο, σ΄ ένα καμιόνι μέσα,
πράσινο θυμάμαι. Βρισκόμαστε όλες, τρομαγμένες κι ανήσυχες μαζί, πλάι σ΄
εκείνους τους ψυχρούς κι απόμακρους φύλακες, που καθισμένοι δεξιά κι
αριστερά στην άβολη καρότσα, έμοιαζαν άγνωστοι ο ένας με τον άλλο. Το
μόνο που τους έδενε, τα όπλα τους. Τα εργαλεία τα φονικά που τα
κοιτούσαν και καμάρωναν. Γιατί τους έδιναν σιγουριά, τους έδειχναν
δυνατούς και ατρόμητους και σκέπαζαν τα πάντα. Σκοτείνιαζαν ως και της
ψυχής τους τη γλύκα, την αγάπη, τα λίγα έστω ψίχουλα ανθρωπιάς που
΄κρυβαν μέσα τους. «Και τώρα»; σκεφτόμουν και κοίταζα τις δύστυχες τις
διπλανές μου, που παγωμένες κι εκείνες υπέμεναν τη διαδρομή στο θάνατο.
Φτάσαμε κάποτε…Ταλαιπωρημένες κι εμείς, κι εκείνοι ανήσυχοι. Έξω απ΄ το
φορτηγό η μέρα χάραζε. Το φως ζωγράφιζε το σχήμα του αφιλόξενου τόπου,
του έρημου, του παγερού, που αγρίευε την ψυχή μου. Οι άντρες στάθηκαν σε
μια σειρά, ο ένας πλάι στον άλλο, σα να ΄χαν προβάρει από πριν μια
τελετουργία μυστική, σα να ΄θελαν να δείξουν κάτι με τη στάση τους, με
τα κορμιά τα παραταγμένα, τ΄ αποφασισμένα για όλα. Κι απέναντι, στη
μάντρα εμπρός, άλλοι τόσοι σαν κι αυτούς τους δικούς μας, περίμεναν.
Στέκονταν όρθιοι προσοχή και περίμεναν. Έτρεμαν τα πόδια τους όμως κι η
αγωνία ξεχείλιζε απ΄ το σημαδεμένο κορμί τους. Εμείς απέναντι… Με τους
κακούς αντάμα…
Ένας απ΄ τους βασανιστές, ο πιο θρασύς, ο
πιο άγριος, μας έπαιρνε στα χέρια και μας μοίραζε σ΄ εκείνους. Ο
καθένας άρπαζε μια δεκαριά από μας τις έρημες. Κι εμείς…αδύναμες στέκαμε
εκεί ακίνητες, ανήμπορες να μιλήσουμε, ν΄ αντιδράσουμε, ν ξεφύγουμε.
Έπρεπε να υπομείνουμε στα χέρια τους, να τους κάνουμε τα χατίρια. Να
υπακούσουμε βουβά και δίχως αντιρρήσεις. Με άρπαξε δειλά στα χέρια ο
δικός μου βασανιστής. Σα να μην το ΄χε ξανακάνει. Σα να μην ήξερε από
τέτοια. Έπρεπε να συνεχίσει όμως. Ότι εκείνοι, τα ίδια κι αυτός. Πώς να
κάνει πίσω τούτη την κρίσιμη ώρα; Άμαθος ήτανε και το ΄δειχναν τα χέρια
που έτρεμαν. Φοβότανε κι αυτός και το ΄βλεπα στα μάτια του. Κρακ!…κρακ!
γέμισε ήχους μεταλλικούς η ατμόσφαιρα γύρω μου κι όλα σκοτείνιασαν. Μου
΄ρθε στο νου ξανά η αποθήκη, η φυλακή μου. Ήταν χειρότερα όμως. Πιο
στενά, πιο άβολα. Ίσα που χωρούσα ξαπλωμένη στο στενό τούνελ. Είχα
βρεθεί μπρούμυτα, με το κεφάλι εμπρός και το σώμα ν΄ ακολουθεί, δίχως να
καταφέρνει να σαλέψει. Και στην άκρη, στο βάθος της σκοτεινής στοάς, το
φως που αχνοφαινόταν με καλούσε κοντά του λες, με περίμενε… Κι έβλεπα
απ΄ τη θέση μου την άβολη, όλους εκείνους… Τους δύστυχους στη μάντρα…
Κι εκεί που η σκέψη χαλάρωσε και το κορμί αβοήθητο, ένοιωσε πως…επιλογή
σωτηρίας δεν υπήρχε, ακούστηκε βίαια ο ήχος ο ψυχρός, ο απότομος, της
έκρηξης και σα να γκρέμισαν όλα γύρω μου, σα να καιγότανε το σώμα απ΄
άκρη σ΄ άκρη, ένοιωσα να τινάζομαι με ορμή. Πετάχτηκα με δύναμη έξω κι
αισθάνθηκα τον παγωμένο αγέρα στο λυκαυγές να μ΄ αγκαλιάζει ολόκληρη και
μάταια να πασχίζει να πάρει τη θέρμη του κορμιού μου του δύστυχου, που
κόπηκε στα δυο και μ΄ άφησε μόνο με τη σκέψη, με το νου, με το κεφάλι
μόνο… Μ΄ άφησε κι έπεσε ο κάλυκας στη γη επάνω, σαν κουφάρι αδειανό,
άψυχο πια, δίχως ζωή, χωρίς δύναμη. Συνέχισα για λίγο ακόμα κι ένοιωσα
να πέφτω επάνω του απότομα, να χώνομαι στη σάρκα του με λύσσα. Μα δεν το
΄θελα… Κι όταν ενώθηκα μαζί του και το κορμί τινάχτηκε απ΄ τη μανία της
ορμής, γίναμε ένα… Κι άκουσα με μιας το δάκρυ του, ενώθηκε η αγωνία μου
με τη δική του. Ένοιωσα τον πόνο τον αβάσταχτο, τα βλέφαρά του που
΄κλειναν απ΄ το χτύπημα, την ανάσα του να βγαίνει έντρομη απ΄ τ΄ άψυχο
κορμί του. Τον σκότωσα… Μα δεν το ΄θελα… Του πήρα τη ζωή, τα όνειρα, την
ελπίδα του τη μάταια… Μα δεν το ΄θελα… Έγινα φόνισσα στα χέρια του
φαντάρου του άκαρδου. Κι η ζωή μου τέλειωσε εκεί… Μαζί με τη ζωή του
δύστυχου που σύρανε για εκτέλεση το χάραμα στην ερημιά. Έμεινα μέσα του
για πάντα και φύγαμε μαζί απ΄ τον κόσμο που τον πρόδωσε, κι αυτόν κι
εμένα. Τον έλεγαν Γρηγόρη…μα δεν τον ήξερα. Και το επώνυμό του δεν το
΄μαθα ποτέ. Δεν πρόλαβα να τον γνωρίσω, ν΄ ακούσω την καρδιά του, τη
φωνή του, το γέλιο του… Το δικό μου όνομα ήταν…σφαίρα και το επώνυμο ένα
νούμερο μονάχα, ένας αριθμός… 762…
Πηγή angel north
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
ΕΧΕΤΕ ΚΑΤΙ ΝΑ ΠΕΙΤΕ